Το θάρρος λοιπόν, μέσα από αυτό το πρίσμα, παύει να είναι μία ηθική αξία που διαφαίνεται μόνο σε στιγμές ανδρείας και ηρωισμού, αλλά αποκτά αποχρώσεις «υποχρέωσης» απέναντι στη ζωή. Θα μπορούσε να πει κανείς, πως σε πείσμα του ριξίματός μας στη ζωή, μέσω του θάρρους επιλέγουμε πια την ύπαρξή μας, επιβεβαιώνοντάς την.
Παρότι λοιπόν, δεν έχουμε επιλέξει να έρθουμε στη ζωή και δει σε μία ζωή πεπερασμένη και άνευ εγγενούς νοήματος, επιλέγουμε μέσω του θάρρους αυτήν την ίδια ζωή, υπερβαίνοντας όλα εκείνα που θα μας έκαναν να την αρνηθούμε. Υπό αυτήν την έννοια, κάθε μέρα που επιλέγουμε να τη ζήσουμε, και ριχνόμαστε στην αβεβαιότητά της, επιδεικνύουμε θάρρος.
Θα αναλύσω την παρουσία του θάρρους σε κάθε ένα από τα υπαρξιακά δεδομένα, όπως τα ορίζει ο Τιλιχ, αλλά είναι σημαντικό να σημειωθεί, πως το θάρρος δεν είναι μόνο μία ατομική υπόθεση. Βρίσκουμε δυσκολία στην αυτοκατάφαση όταν χρειάζεται να νοιαστούμε και για την αυτοκατάφαση των άλλων. Το να αυτοκαταφάσκομαι περιλαμβάνει το νοιάξιμό μου για την αυτοκατάφαση των συνανθρώπων μου. Αυτό επίσης έχει αναφερθεί από τον Εριχ Φρομ (2006) ως «ορθή αγάπη» του εαυτού μας. Το να ζει λοιπόν κανείς με θάρρος δεν είναι μία απλή υπόθεση, αλλά μία τέχνη, μελετώντας της οποίας τις δεξιότητες, και καλλιεργώντας τες, προχωράμε στην αυτοπραγμάτωση. Όλοι λοιπόν, επιδεικνύουμε θάρρος καθημερινώς. Ο βαθμός της αρετής είναι o βαθμός, με τον οποίο κανείς αγωνίζεται και είναι ικανός να βεβαιώσει την ίδια του την ύπαρξη.
Η ψυχοθεραπεία, θα μπορούσε να περιγραφεί ως ένα σχολείο ανάπτυξης του θάρρους που απαιτείται για να «σωθεί» κανείς από την αγωνία και την απελπισία που ελλοχεύουν στη συνειδητοποίηση των υπαρξιακών μας δεδομένων. Ίσως θα μπορούσαμε να πούμε, πως η ψυχοθεραπεία χρειάζεται και αναζητείται, όταν το θάρρος έχει υποστεί «ζημιά», όταν το άτομο με κάποιον τρόπο έχει αρνηθεί την ύπαρξή του, έχει πάψει να την επιβεβαιώνει και η αγωνία ή απελπισία έχει αρχίσει και καταλαμβάνει μεγάλο ενδοψυχικό χώρο. Η ίδια η αναζήτηση βοήθειας και η δέσμευση σε αυτήν είναι μία πράξη θάρρους, είναι μία πράξη επιβεβαίωσης της επιθυμίας να κατευθύνομαι προς την αυτοπραγμάτωση, παρά απλώς να επιβιώνω, υποτασσόμενος στις δυσκολίες μέσα στις οποίες έχω ριχτεί. Το πρώτο τηλέφωνο, η πρώτη συνεδρία, και κάθε συνεδρία, όπως και κάθε ξεκλείδωμα προς την επίγνωση του εαυτού είναι ένα ενέργημα θάρρους, καθώς περιλαμβάνει μία υπέρβαση από το γνωστό στο άγνωστο. Η ψυχοθεραπεία είναι μία διαδρομή όπου το άτομο, διερευνά πλευρές της ύπαρξής του, και έτσι την επιβεβαιώνει, αναπτύσσοντας την ικανότητα αυτή σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό στα επιμέρους της ζωής του, επιδεικνύοντας έτσι όλο και μεγαλύτερο θάρρος.
Ο Νίτσε (1883) επίσης έχει μιλήσει για την υπέρβαση του εαυτού, σε αντίθεση με τη δειλία της υποταγής ή της αρνητικότητας. Είμαστε αυτό που πρέπει πάντα να υπερβαίνει τον εαυτό του. Ο εαυτός μας έχει τον εαυτό του, αλλά ταυτοχρόνως προσπαθεί να τον φτάσει. Το ζητούμενο κατά τον Νίτσε, η αυτουπέρβαση δηλαδή, είναι το αποτέλεσμα της παρουσίας και άσκησης της αρετής του θάρρους, για το οποίο μιλά ο Τίλιχ. Το υποτασσόμενο εγώ (αυτό που δεν υπερβαίνει τον εαυτό του) του Νίτσε, είναι το μη καταφάσκον εγώ (το μη θαρραλέο) του Τίλιχ. Κατά τον Τίλιχ όμως, το άτομο καλείται να αντιμετωπίσει την αγωνία και όχι τη δειλία. Η οντολογική αγωνία είναι αυτή που δοκιμάζει το θάρρος του υπάρχειν, είναι αυτή που εμποδίζει την αυτοκατάφαση. Το θάρρος πραγματώνεται ως ενέργημα εις πείσμα ακριβώς αυτής της αγωνίας. Το θάρρος και η αγωνία είναι αλληλοεξαρτώμενες έννοιες.
Αγωνία είναι η κατάσταση κατά την οποία ένα ον συνειδητοποιεί τη δυνατότητα να είναι μη-ον, της ανυπαρξίας, του μηδενός. «Αγωνία είναι το πεπερασμένο, το οποίο αντιλαμβανόμαστε ως δικό μας πεπερασμένο» (σελ. 54). Παρόλα αυτά, το θάρρος δεν μπορεί να άρει την αγωνία, επειδή αυτή είναι υπαρξιακή, αλλά την παίρνει πάνω του μέσω του φόβου, που έχει συγκεκριμένο αντικείμενο, και έτσι το άτομο μπορεί να αυτοκαταφάσκεται πολεμώντας το. Η αγωνία μας στρέφει στο θάρρος επειδή η άλλη λύση είναι η απελπισία. Ολόκληρη η ανθρώπινη ζωή μπορεί να ειδωθεί ως μία αδιάλειπτη απόπειρα αποφυγής της απελπισίας, αυτής που θα νιώθαμε αν η υπαρξιακή αγωνία μπορούσε να βιωθεί, εάν το θάρρος δεν μπορούσε να την αναλάβει. Όταν δεν μπορεί να την αναλάβει, το άτομο μπορεί να αποφύγει την ακραία κατάσταση της απελπισίας καταφεύγοντας στην αποφυγή του μη-όντος, που όμως έχει αποτέλεσμα την αποφυγή του όντος. Ο Τίλιχ αποκαλεί αυτήν την κατάσταση νεύρωση. Το άτομο σε αυτήν την περίπτωση καταφάσκει κάτι που είναι λιγότερο από τη δυνάμει ύπαρξή του. Το νευρωτικό άτομο λοιπόν, αδυνατώντας να αναλάβει του συγκεκριμένους φόβους που γεννά η αγωνία, έρχεται πιο κοντά στο βίωμα της αγωνίας της ανυπαρξίας. Αυτό όμως, θα το οδηγήσει στην απελπισία και την ολοκληρωτική άρνηση της ζωής, αν δεν καταφέρει να το αποφύγει, αποφεύγοντας μαζί με αυτό και το βίωμα του υπάρχειν (αυτό είναι αναπόφευκτη συνέπεια εφόσον η δυνατότητα του μη-όντος είναι μέρος του όντος).
Έτσι λοιπόν, στην ψυχοθεραπεία, το άτομο μαθαίνει να αντιμετωπίζει του συγκεκριμένους φόβους του, καταφάσκωντας τον εαυτό του, απομακρυνόμενος από το βίωμα της αγωνίας της ανυπαρξίας και άρα αναλαμβάνοντας την, επιβεβαιώνει την ύπαρξή του. Το φόβο μπορούμε να τον αναλύσουμε, να του επιτεθούμε ή να τον υποστούμε, μπορούμε να δράσουμε πάνω του, συμμετέχοντας σε αυτόν και έτσι αφομοιώνοντάς τον στην αυτοκατάφασή του. Κατά τον Τίλιχ, η θεραπεία του νευρωτικού ατόμου είναι η αναγωγή της αγωνίας στο θάρρος του υπάρχειν. Ίσως να ακούγεται οξύμωρο ότι στην ουσία το θάρρος μας απομακρύνει από το βίωμα της αγωνίας της ανυπαρξίας, αλλά αυτή η αγωνία δεν έχει αντίδοτο, δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί γιατί εάν θα μπορούσε να μεταφραστεί σε φόβο, θα ήταν ο φόβος του τίποτα, και απέναντι στο τίποτα δεν έχουμε κανένα όπλο. Ίσως ένα όπλο που έχουμε επινοήσει, να είναι η πίστη στον Θεό, αλλά κατά τον Νίτσε, αυτό θα μας υπέτασσε και πάλι. Στην ουσία είμαστε ανήμποροι να αντιμετωπίσουμε την υπαρξιακή αγωνία με τρόπους αυτοκατάφασης.
Θεμελιώδη στοιχεία της δυνατότητας της ανυπαρξίας είναι ο θάνατος και το τυχαίο ρίξιμό μας στη ζωή, η έλλειψη νοήματος και το κενό, και η ευθύνη για την πεπερασμένη ελευθερία μας. Η αγωνία για τον θάνατο μπορεί να φανεί στον τρόπο με το οποίο αντιμετωπίζουμε το πέρασμα του χρόνου και τη σωματική μας διάσταση μέσα σε αυτό. Εκεί μπορούν να βρεθούν ενδείξεις δυσκολίας στην αντιμετώπιση αυτών των φόβων, στις φοβίες, τις κρίσεις πανικού, τις ψυχαναγκαστικές εκδηλώσεις, τις καταχρήσεις και τις αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές. Μέσω αυτών μπορούμε να δούμε τη δυσκολία αντιμετώπισης αυτών των φόβων (χρόνος και φθορά) μέσω της άρνησή τους και προσπάθεια αποφυγής της συνειδητοποίησής τους. Το θάρρος λοιπόν, δε μας οπλίζει απέναντι στο φόβο του θανάτου, αλλά απέναντι σε αυτά που μας οδηγούν ή θυμίζουν το αναπόφευκτο τέλος της ζωής και ύπαρξής μας, τη δυνατότητα της μη ύπαρξής μας. Το θάρρος μας βοηθά να αντιμετωπίσουμε τους φόβους αυτούς, να αναλάβουμε αυτά τα υπαρξιακά δεδομένα, και να τα διαχειριζόμαστε αυτοκαταφάσκωντας, επιβεβαιώνοντας την ύπαρξή μας.
Η πνευματική αυτοκατάφαση συμβαίνει την κάθε στιγμή που ο άνθρωπος ζει δημιουργικά στις διάφορες σφαίρες του νοήματος. Με δημιουργικότητα χαρακτηρίζεται η δραστηριότητα που η συμμετοχή του ατόμου σε αυτήν μεταβάλλει αυτό στο οποίο συμμετέχει, ακόμα και στο ελάχιστο. Μέσα από μία τέτοια συμμετοχή, το άτομο αγαπάει τον εαυτό του καθώς συμμετέχει στην πνευματική ζωή και καθώς αγαπάει και τα περιεχόμενά της, και αυτά τα αγαπάει επειδή πραγματοποιούνται δια μέσου αυτού. Η πνευματική ζωή που δε βιώνει αυτήν την εμπειρία απειλείται από την κενότητα και την έλλειψη νοήματος. Η αγωνία που προκύπτει από μία τέτοια απειλή μπορεί να οδηγήσει στην απελπισία, που είναι εμφανής στην κατάθλιψη, ή στην αυστηρή και φανατική προσκόλληση σε βεβαιότητες (παράδοση, θρησκεία, ιδεολογία), μέσω της οποία συγκρατείται για να μην πέσει στην απελπισία.
Η δεύτερη «λύση» οδηγεί στη διάσωση του νοήματος, αλλά θυσιάζεται ο εαυτός, αφού αποδρά από την ελευθερία του (Fromm, 1971). O Τίλιχ (1976) λέει πως το «ένστικτο του θανάτου» δεν είναι οντικό, αλλά πνευματικό φαινόμενο. Η απειλή της πνευματικής του ύπαρξης είναι απειλή εναντίον της συνολικής του ύπαρξης. Ο άνθρωπος προτιμά να απορρίψει την οντική του ύπαρξη παρά να αντέξει την απελπισία του κενού. Η αυτοκατάφαση του ατόμου, είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τους δεσμούς του ατόμου με τα νοήματα. Καθίσταται άνθρωπος λόγω της μορφοποίησης της πραγματικότητας, τόσο του κόσμου όσο και του εαυτού του, σύμφωνα με νοήματα και αξίες. Όσο υπάρχουν αυτά, και το άτομο τα επιβεβαιώνει συμμετέχοντας δημιουργικά, η ζωή αποκτά νόημα και δεν κινδυνεύει από τη συνειδητοποίηση της κενότητας. Το θάρρος και εδώ, δεν σχετίζεται με την αντιμετώπιση της κενότητας, αλλά με τη δημιουργική συμμετοχή σε επιμέρους νοήματα.
Τέλος, ο Τιλιχ (1976) μιλά για το τρίτο υπαρξιακό δεδομένο, αυτό της αγωνίας της ενοχής και της καταδίκης, όπως τα ονομάζει. Η ενοχή προκύπτει από την ελευθερία και την ευθύνη που προκύπτει από αυτήν. Η ύπαρξη του ανθρώπου δεν είναι μόνο δοσμένη, κατά τον Τίλιχ, αλλά και απαιτητή. Ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για αυτήν, δηλαδή πρέπει να απαντήσει αν ερωτηθεί, τί την έκανε. Αυτό που ρωτάει είναι ο δικαστής του, ο εαυτός του δηλαδή που συν-γνωρίζει (συν-είδηση) το κάθε τι που κάνει και που είναι. Η αγωνία αυτή είναι παρούσα την κάθε στιγμή της ηθικής αυτοσυνειδησίας. Η αγωνία της ενοχής εμπεριέχεται στον φόβο του θανάτου, καθώς η συνειδητοποίηση του πεπερασμένου της ύπαρξής μας είναι που οδηγεί στο ερώτημα της «αξιοποίησης» ή μη, αυτής της πεπερασμένης ζωής και ελευθερίας.
Το θάρρος του υπάρχειν λοιπόν, μας οπλίζει ενάντια, όχι στα ίδια τα υπαρξιακά δεδομένα μας, αλλά στην αγωνία που προκύπτει από τη συνειδητοποίηση τους, μέσω των φόβων που δημιουργεί. Μας βοηθά να αναλάβουμε τους φόβους αυτούς και να τους αντιμετωπίσουμε. Η πηγή λοιπόν του θάρρους είναι ακριβώς αυτή η δυνατότητα του μη-υπάρχειν, του μηδενός. Το μη-ον, εμπεριεχόμενο στο ον, αναγκάζει τον ον να αποκαλυφθεί μέσω της αυτοκατάφασής του. Αφού λοιπόν, το μη- ον είναι μέρος του όντος, μέρος του είναι και η αγωνία. Κατά τον Τίλιχ, δεν υπάρχει κάποιο θάρρος που να μας βοηθά να αντιμετωπίσουμε τον φόβο του Τίποτα. Μέσω όμως της συνειδητοποίησής μας, αυτής της δυνατότητας, μπορούμε να οπλιστούμε με θάρρος ώστε να επιβεβαιώνουμε την ύπαρξή μας, και άρα να βιώνουμε τη συγκινησιακή έκφραση του θαρραλέου, τη χαρά.
Η χαρά συνεπώς, προέρχεται από τα όσα κάνουμε επιβεβαιώνοντας τη ζωή και τον εαυτό μας, συμμετέχοντας δηλαδή δημιουργικά στα νοήματα, αναλαμβάνοντας την ευθύνη, μέσα στην τυχαιότητα της περιορισμένης μας ελευθερίας, ζώντας αυθεντικά, ανάλογα με τις ηθικές μας αξίες. Όλα αυτά χρειάζονται θάρρος για να πραγματωθούν, αλλά για να γεννηθεί και εν συνεχεία να καλλιεργηθεί το θάρρος, χρειάζεται η συνειδητοποίηση των δεδομένων που θα φέρουν την αγωνία, και οι αγωνία τους φόβους. Συνειδητοποιώντας λοιπόν το πεπερασμένο της ύπαρξής μας και την τυχαιότητα της οδηγούμαστε (προκειμένου να αποφύγουμε την έσχατη αγωνία) στην κατάφαση της ζωής. Συνειδητοποιώντας την έλλειψη εγγενούς νοήματος στη ζωή και την κενότητα (προκειμένου να αποφύγουμε την απελπισία) οδηγούμαστε στη δημιουργική συμμετοχή στα επιμέρους νοήματα που τις προσδίδουμε. Συνειδητοποιώντας την πεπερασμένη ελευθερία μας και την ευθύνη που έχουμε για τη ζωή μας, εντός των περιορισμών της (προκειμένου να αποφύγουμε την καταδίκη), αναλαμβάνουμε να ζούμε όσο το δυνατόν αυθεντικά και σκόπιμα.
Η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία, εστιάζοντας σε αυτά τα θέματα, ενθαρρύνει τη συνειδητοποίηση των δεδομένων μας από την οποία προκύπτει η αγωνία. Η ίδια η αγωνία λοιπόν, αντιμετωπίζεται ως ένα υπαρξιακό δεδομένο, το οποίο μπορείς μόνο να αποδεχτείς, και να προχωρήσεις στην αντιμετώπιση των συγκεκριμένων φόβων που πηγάζουν από αυτήν. Το θάρρος θα έρθει ως απάντηση στην αγωνία, και θα αναλάβει την αυτοκατάφαση του υπάρχειν του ατόμου εις πείσμα του γεγονότος του μη υπάρχειν. Το θάρρος είναι η πράξη του ατομικού εγώ, που παίρνει επάνω του την αγωνία του μηδενός με το να καταφάσκει τον εαυτό του είτε ως μέρος ενός όλου (μυστικισμός, κολεκτιβισμός, κ.τλ) είτε ως διακεκριμένη ατομικότητα (αυθεντικότητα).
Και στις δύο περιπτώσεις το θάρρος εμπεριέχει ένα κίνδυνο: απειλείται από το μη υπάρχειν, είτε μέσω του κινδύνου απώλειας του εαυτού στην πρώτη περίπτωση, είτε μέσω του κινδύνου απώλειας του κόσμου μας με την κενή και αποκλειστική αναφορά στον ίδιο μας τον εαυτό, στη δεύτερη περίπτωση. Έτσι επανερχόμαστε σε μία κατάσταση αγωνίας που αυτή τη φορά, φαίνεται να σχετίζεται με την υπαρξιακή μοναξιά (στην οποία δεν αναφέρεται ονομαστικά ο Τίλιχ), ένα ακόμα δεδομένο της ύπαρξής μας. Στη συνειδητοποίηση της υπαρξιακής μας μοναξιάς και την αγωνία που θα φέρει αυτή, θα βρεθούν οι φόβοι της διαπροσωπικής μοναξιάς και εξάρτησης. Το θάρρος θα μας οπλίσει σε αυτήν την περίπτωση, να αντιμετωπίσουμε αυτούς τους φόβους, και θεραπευτικά θα δουλέψουμε με το σχετίζεσθαι του ατόμου.
Σε κάθε περίπτωση, το Ον απειλείται διαρκώς από το μη-Ον και η ζωή, όπως αναφέρει ο Τίλιχ, ερμηνεύεται ως μια αδιάλειπτη απόπειρα αποφυγής της απελπισίας, η οποία συνήθως πετυχαίνει. Σκοπός λοιπόν του ατόμου είναι να αφομοιώσει την αγωνία με την αυτοκατάφασή του. Εάν δεν το κάνει τότε η αγωνία του μετατρέπεται σε νεύρωση και έτσι χάνει τη σχετική ανοιχτότητά του προς την πραγματικότητα, αφού προτιμά την περιορισμένη και αμετακίνητη αυτοκατάφαση για να προστατευθεί από μία αβάσταχτη επίθεση της αγωνίας. Για τον Τίλιχ, η θεραπεία του νευρωτικού ατόμου είναι η αναγωγή της αγωνίας στο θάρρος του υπάρχειν.
Βιβλιογραφία
Φρομ, Ε. (1971) Ο Φόβος μπροστά στην Ελευθερία, εκδ. Μπουκουμάνη
Φρομ, Ε. (2006) Η Τέχνη της Αγάπης, εκδ. Μπουκουμάνη
Νίτσε, Φ. (1883) Τάδε Έφη Ζαρατούστρας, Παγκόσμια Λογοτεχνία, μεταφ. Κωστελένος
Τίλιχ, Π. (1976) Το Θάρρος της Υπάρξεως, εκδ. «ΔΩΔΩΝΗ»